- αμειψικοσμίη
- ἀμειψικοσμίη, η (Α)η μετακόσμηση, μεταμόρφωση, αλλοίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμειψι* + κόσμος «τάξη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμειψικοσμίη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμειψι- — ἄμειψι (Α) ά συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής, που ετυμολογικά προέρχεται από το θέμα αορίστου ἤμειψα τού ρημ. ἄμείβω «αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταβάλλω». Στις λέξεις προσδίδει συνήθως τη σημασία «τής αλλαγής, τής μεταβολής, τής… … Dictionary of Greek